- καρακούσι
- τοπαθολογική αλλοίωση τού ταρσού τών ζώων, κυρίως τών αλόγων και ημιόνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. karakuş «γεράκι». Ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη εμφανίζουν τα γαλλ. epervin «οίδημα τού μεσοκνημίου» και epervier «γεράκι»].
Dictionary of Greek. 2013.